Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2017

Τὰ Ἑλληνικὰ ὡς τραγούδι



Διονύσης Σαββόπουλος
 
Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι, ὄχι ἁπλῶς καὶ μόνον ἐπειδὴ ἡ ἐκφορά τους διαθέτει πλούσιο κυματισμό· κι ἄλλες γλῶσσες ἠχοῦν ὄμορφα. Τὰ ἰταλικὰ π.χ. δὲν ὑστεροῦν ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως. Κάθε γλῶσσα ἔχει τὸν ἦχο της. ῞Ομως μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι τραγούδι, ἐπειδὴ μόνον ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα ἔχει συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ της ὡς τραγουδιοῦ. Τὸ ἀποτύπωμα αὐτῆς τῆς συνείδησης εἶναι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα τῶν Ἀλεξανδρινῶν.
Συχνὰ ἀκοῦμε: Μὰ τὰ ἑλληνικὰ στὴν ἀρχὴ δὲν εἶχαν τόνους. Πράγματι, τί νὰ τοὺς ἔκαναν; Μιὰ φωνὴ ποὺ μπορεῖ νὰ τραγουδᾶ χωρὶς συνείδηση εἶναι χαρὰ Θεοῦ. Κάποτε ὅμως τὰ ἑλληνικὰ ἁπλώθηκαν· «ὣς μέσα στὴν Βακτριανὴν τὰ πήαμεν, ὣς τοὺς Ἰνδούς...» οἱ ὁποῖοι πῆραν μὲν τὰ ἑλληνικά, ἀλλὰ ἄμουσα. Κι ἔτσι ἔδωσαν τὴν λαμπρὴ εὐκαιρία στοὺς ῞Ελληνες νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι ἡ βάση τῶν ἑλληνικῶν εἶναι βάση καθαρὰ μουσικοποιητικὴ καὶ χωρὶς αὐτὴν τὰ ἑλληνικὰ ἦταν ἁπλῶςμιὰ γλῶσσα τόσο φριχτὰ διαφορετικὴ ὥστε ν᾿ ἀναγκαστοῦν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ νὰ χαράξουν μέσα της, γιὰ πρώτη φορά, πνεύματα καὶ τόνους, ποὺ σὰν μουσικὰ σημάδια ἀπεικονίζουν τὴν ἀρχετυπικὴ φωνὴ ἀπ᾿ ὅπου ἀναβλύζουν τὰ ἑλληνικὰ ἐπὶ αἰῶνες. Οἱ ᾽Αλεξανδρινοὶ χρειάστηκαν γι᾿ αὐτὴν τὴν ἐργασία τρεῖς αἰῶνες. Πῶς νὰ φαντασθοῦν, ὅτι ἀπόγονός τους, ὀνόματι Βερυβάκης, θὰ ἔκρινε τὴν ἐργασία τους περιττὴ καὶ θὰ τὴν ἀπέρριπτε ἐν μιᾷ νυκτί!

Ὁ λόγος τῆς εἰσήγησής μου, θά ᾽θελα νά ᾽ναι λόγος ὑπὲρ τῆς ἐπιστροφῆς τῶν τόνων. Στέκω ἀντίθετος πρὸς τὸ μονοτονικό. Μεταβάλλει τὴν γλῶσσα σὲ δάσος καμμένο κι ὄχι μόνο ἀπὸ ὀπτικῆς πλευρᾶς. Διαφοροποιεῖ βαθύτερα τὴν ἀντίληψή μας γιὰ τὴν γλῶσσα, τὴν ὁποία ὑποβιβάζει σὲ κώδικα τῆς τροχαίας, ἀγνοώντας ὅτι δὲν μιλᾶμε γιὰ νὰ πληροφορήσουμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, διότι ἂν ἦταν ἔτσι θὰ μᾶς ἀρκοῦσαν οἱ εὔγλωττες χειρονομίες τοῦ συμπαθοῦς κυρίου ποὺ στέκει πίσω ἀπ᾿ τὴν ἐκφωνήτρια τῆς ΕΡΤ στὸ δελτίο εἰδήσεων, ἀπευθυνόμενος σὲ κωφαλάλους. Μιλώντας πραγματοποιοῦμε ἕνα θέατρο τοῦ λόγου, ποὺ ἡ ἀλήθεια του πηγάζει ἀπ᾿ τὸ βάθος τῆς φωνῆς μας. Οἱ τόνοι τῶν Ἀλεξανδρινῶν αὐτὴ τὴν ἀλήθεια προσπάθησαν νὰ μνημειώσουν, ἐνῶ τὸ μονοτονικό, εἴτε ἀπὸ ἄγνοια, εἴτε σκόπιμα, σβήνει τὴν συνείδηση αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Τὸ ἑπόμενο βῆμα λοιπὸν θά ᾽ναι ἡ κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ἡ ἐπιβολὴ ἑνὸς μοναδικοῦ ο κι ἑνὸς μοναδικοῦ ι. Τότε θά ᾽ρθει καὶ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο. Ἡ λογικὴ τοῦ μονοτονικοῦ θὰ ἐπιταχύνει τὸν ἐκφυλισμὸ τῆς γλώσσας ἀπὸ ἄποψη φωνολογίας, πρὸς τὴν κατεύθυνση μιᾶς νέας ὁμιλίας ποὺ ἀκούγεται ἤδη ἀπ᾿ τὶς μεταγλωττισμένες τηλεοπτικὲς σειρές. Ἐκεῖ, ἕλληνες ἠθοποιοί, «ντουμπλάρουν» ὅπως λέμε, σὲ ἑλληνικὴ μετάφραση, τοὺς διαλόγους τῶν ἡρώων τῆς ξενόγλωσσης ταινίας, προσπαθώντας νὰ ἐκφέρουν τὶς λέξεις σύμφωνα μὲ τὸν ρυθμὸ στὸν ὁποῖο τοὺς ἀναγκάζει τὸ ἀνοιγόκλειμα τῶν χειλέων τοῦ εἰκονιζομένου. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ἄνευ βιασμοῦ, κι ἐπειδὴ τὸ αὐτὶ τοῦ ἠθοποιοῦ-μεταγλωττιστῆ βομβαρδίζεται ἀπὸ τὸν ἦχο τῆς ξένης φωνῆς ποὺ ἐπαναλαμβάνεται ἄπειρες φορὲς στὸ μαγνητόφωνο, ὥσπου νὰ πετύχει ὁ συγχρονισμός, γι᾿ αὐτὸ ἀκοῦμε ἐν τέλει παράδοξα ἑλληνικά· τὰ ἑξῆς:
 
—ἨτανμιαθαυμάσιαεμπειρίαδενσυμφωνείςΚρίστοφερώώΚρίστοφερ!
—Ἀληθινάθασυμφωνήσωμαζίσου, Λώωωωρα!
 
᾽Εξ ἄλλου, τόνικότητες πέριεργες διαθέτει καὶ ὁ πρωθυπουργός μας, ὁ ὁποῖος εἶναι «πόλυ σύγκινημενος που ἡ πάγκοσμια κοίνη γνώμη κάταδικασε τὸ ψεύδοκρατος τοῦ Ντόκτας». Ἀναπάντεχα ἑλληνικὰ ἀκούγονται ἐπίσης καὶ ἀπὸ ἀξιόμαχους ἡγέτες τῆς ἀντιπολίτευσης ποὺ βλέπουν μιὰ προεκλογική τους συγκέντρωση νὰ φτάνει μέχρι «τὴν ὁδὸ Πανεπιστήμιου», ὁπότε καὶ τὴν χαρακτηρίζουν «μεγαλειώδικη».
Πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι δὲν ἤμουν πάντοτε ὑπὲρ τῶν τόνων. Τοὺς θεωροῦσα διακοσμητικὰ στολίδια, κατάλοιπα ἄλλων ἐποχῶν, ποὺ δὲν χρειάζονται πιά. Καὶ καθὼς δὲν ἤμουν ποτὲ καλὸς στὴν ὀρθογραφία, τὸ μονοτονικὸ μὲ διευκόλυνε. Βέβαια ἡ γλῶσσα χωρὶς τόνους φάνταζε στὰ μάτια μου σὰν σεληνιακὸ τοπίο, ἀλλὰ νόμιζα ὅτι αὐτὸ ἦταν μιὰ προσωπική μου ἐντύπωση, θέμα συνήθειας. ῞Ωσπου συνέβη τὸ ἑξῆς: Εἶχα βρεθεῖ γιὰ ἕνα διάστημα νὰ ἀκούω συστηματικά, καινούργια, ἀνέκδοτα τραγούδια, ἐπωνύμων καὶ ἀνωνύμων, γιὰ λογαριασμὸ τῆς δισκογραφικῆς ἑταιρίας Λύρα, προκειμένου αὐτὴ νὰ τὰ ἠχογραφήσει ἢ νὰ τὰ ἐπιστρέψει στοὺς συνθέτες. Εἶναι δύσκολο ν᾿ ἀπορρίπτεις κι ἀκόμα δυσκολότερο νὰ ἐξηγεῖς τὸ γιατί. Ὅταν βέβαια τὸ τραγούδι εἶναι τετριμμένο ἢ ἄτεχνο, ἡ ἐξήγηση εἶναι εὔκολη. Μοῦ συνέβη ὅμως νὰ δῶ τραγούδια ὅπου οἱ στίχοι δὲν ἦταν ἄσχημοι καὶ ἡ μουσικὴ δὲν ἦταν τυχαία, ἐπὶ πλέον ταίριαζε θεματικὰ καὶ μὲ τοὺς στίχους. Κι ὅμως τὸ τραγούδι συνολικὰ δὲν «κύλαγε» ὅπως λέμε· ὁπότε τὸ ἐπιστρέφαμε στὸν ἐνδιαφερόμενο μὲ διάφορες ἀσάφειες καὶ ὑπεκφυγές. Τὸ πράγμα μὲ ἀπησχόλησε. Ἔφερνα στὸ μυαλό μου μεγάλες ὡραῖες ἐπιτυχίες, παλιὰ τραγούδια —πράγμα ποὺ κάνω ἄλλωστε συχνά, μήπως καὶ βρῶ τὸ μυστικὸ τῆς ἐπιτυχίας— καὶ τὰ συνέκρινα μ᾿ αὐτὰ ποὺ ἀπέρριπτα, ὥσπου μετὰ ἀπὸ μῆνες διεπίστωσα κάτι πολὺ ἁπλό: ῞Οταν μιὰ μουσικὴ μετατρέπει συστηματικὰ τὶς μακρὲς συλλαβὲς σὲ βραχεῖες, ἢ ὅταν ἀνεβάζει τὴν φωνὴ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἁπλῶς μιὰ περισπωμένη, ἐνῶ τὴν κατεβάζει συστηματικὰ ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ψιλὴ ὀξεῖα, ὅταν δηλαδὴ ἡ μουσικὴ κινεῖται ἀντίθετα —προσέξτε, ἀντίθετα ὄχι στὸν ρυθμὸ τοῦ ποιήματος, ἀλλὰ ἀντιθετα στὶς ἀναλογίες τονισμοῦ κι ἀντιθετα στὴν ὀρθογραφία του— τότε ὅσο ἔξυπνη καὶ νά ᾽ναι, κάνει τὸ τραγούδι δυσκίνητο καὶ ἀσθματικό. Στὰ πετυχημένα τραγούδια δὲν συμβαίνει αὐτό. Βέβαια, ὅταν γῥάφει κανεὶς πάνω σ᾿ ἕναν ρυθμὸ ἢ σ᾿ ἕνα μουσικὸ δρόμο, πρέπει νὰ ἀκολουθήσει τὰ καλούπια τους, ὁπότε θὰ ὑπάρχουν σημεῖα ὅπου αὐτὴ ἡ πεῖρα ποὺ περιέγραψα δὲν τηρεῖται. Αὐτὸ ὅμως θὰ συμβεῖ μόνο ὅταν δὲν γίνεται αλλοιῶς. Καὶ πάντα ἡ βιασμένη λέξη θὰ τοποθετεῖται ἔτσι ὥστε νὰ προηγοῦνται καὶ νὰ ἕπονται ἐπιτυχεῖς στιγμές, ὥστε νὰ μειώνεται ἡ ἐντύπωση τῆς ἀτασθαλίας, ἡ ὁποία ἔτσι συνδυασμένη ὠφελεῖ, διότι τὸ τραγούδι ἀλλοιῶς θά ᾽ταν μηχανικό. Κάτι τέτοιο δὲν τό ᾿χα προσέξει. Καὶ ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ αἰσθάνθηκα ὅτι οἱ τόνοι καὶ τὰ πνεύματα ἴσως νὰ μὴν ἦταν διακοσμήσεις, ἴσως νὰ εἶχαν λόγο.
Μ᾿ αὐτὲς τὶς σκέψεις, πῆγα στὸ στούντιο ἠχογραφήσεων καί, σ᾿ ἕνα κενὸ ἐργασίας, εἶπα στὸ μαγνητόφωνο μιὰ φράση ποὺ τὴν διάλεξα ἐντελῶς τυχαῖα, μὲ μοναδικὸ κριτήριο, λέξεις μὲ ὅσο γίνεται μεγαλύτερη ποικιλία πνευμάτων καὶ τόνων. Νά ἡ φράση. ᾽Ακοῦστε την:
(Μαγνητόφωνο) «ἀπ᾿ τ᾿ ἄνθη τοῦ Μαγιοῦ ἐλαφρὲς πνέουν οἱ αὖρες».
 
῎Εκοψα τότε μὲ τὸ ψαλίδι τὴν μαγνητοταινία, γιὰ νὰ προσθέσω «ταινία σιωπῆς» ἀνάμεσα στὶς λέξεις καὶ νὰ τὶς ἀπομακρύνω μεταξύ τους. ᾽Ακοῦστε τις πάλι:
 
(Μαγνητ.) ἀπ᾿... τ᾿ ἄνθη... τοῦ Μαγιοῦ... ἐλαφρὲς... πνέουν... οἱ αὗρες.
 
Συνέδεσα κατὸπιν τὸ μαγνητόφωνο μ᾿ ἕναν μικρὸ παλμογράφο. Στὴν ὀθόνη του, τὸ ἠχητικὸ γεγονὸς μετατρέπεται σὲ ὀπτικό, καὶ μπορεῖ κανεὶς ἔτσι νὰ μετρήσει καλύτερα τὸ ὕψος τῆς ἔντασης, ἀλλὰ καὶ τὸ ὕψος τῆς συχνότητος ἑνὸς ἤχου. Κι ὅπως οἱ λέξεις τῆς φράσης μου διαδέχονταν ἀργὰ ἡ μία τὴν ἄλλη, εἶχα τὴν εὐχέρεια νὰ βλέπω στὴν μικρούλα ὀθόνη τοῦ παλμογράφου τὰ διαγράμματα τῶν λέξεων, χωρὶς νὰ μπερδεύονται μεταξύ τους· γι᾿ αὐτὸ ἐξ ἄλλου καὶ τὶς εἶχα χωρίσει. Δυστυχῶς, σ᾿ ὅλη τὴν Ἀθήνα ὑπάρχει μόνον μία ἠλεκτρονικὴ ὀθόνη μεγάλων διαστάσεων, γιὰ νὰ βλέπαμε ὅλοι ἐδῶ μέσα τί ἀκριβῶς δείχνει ὁ παλμογράφος. Νὰ κάναμε τὸ πείραμα ἀπ᾽ τὴν ἀρχή. Ἀλλὰ δὲν μπορέσαμε νὰ ἔχουμε μιὰ τέτοια ὀθόνη. Σᾶς ἔφερα ὅμως μιὰ γραφίστικη ἀναπαράσταση τῶν διαγραμμάτων ποὺ παρουσίασε ὁ παλμογράφος στὸ στούντιο. Νά τὸ διάγραμμα τῆς προθέσεως ἀπ᾿:
 
Καὶ νά τὸ διάγραμμα τῆς λέξης ἄνθη:
 
῞Οπως βλέπετε ἡ ἔνταση τῆς λέξεως ἔφτασε τὰ 24 db. Τὸ δὲ ὕψος συχνότητας ξεπέρασε τοὺς 8K (χιλιοκύκλους). ῎Εχουμε δηλαδὴ μιὰ νότα —ἄς ποῦμε— ψηλὴ καὶ δυνατή.
 
 
 
Τοῦ Μαγιοῦ. Νότα πολὺ πιὸ σιγανή· 12 db. Καὶ βαρύτερη· 4Κ. Τὸ διάγραμμα ὅμως ἁπλωτό.
 
 
᾽Ελαφρές. ᾽Ελάχιστα πιὸ χαμηλὴ νότα ἀπ᾿ τὴν προηγούμενη· 12 db ἐπίσης καὶ στοὺς 4Κ, μὲ λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως καὶ γι᾿ αὐτὸ βαρύτερη.
 
 
Πνέουν. Τὸ διάγραμμα τώρα ἀνεβαίνει. ῾Η ἔνταση τῆς νότας εἶναι 16 db καὶ ἡ ὀξύτης της στοὺς 8K ὅπως καὶ τ᾽ ἄνθη, μὲ σαφῶς λιγότερους ἁρμονικοὺς ὅμως, ὁπότε καὶ ἀρκετὰ χαμηλότερη ἀπὸ τὸ ἄνθη.
Χαμηλότερη ἐπίσης ἀπ᾿ τὴν λέξη τ᾿ ἄνθη ἀλλὰ ὁπωσδήποτε ψηλότερη ἀπ᾿ τὸ πνέουν, φαίνεται ἡ λέξη αὖρες.
 
 
 
῎Ενταση 22 db καὶ τὸ ὕψος μόλις φθάνει στοὺς 8Κ.
῎Εκοψα ξανὰ τὶς λέξεις τῆς μαγνητοταινίας τότε, καὶ τὶς ξανακόλλησα μ᾿ ἄλλη σειρά. Πρῶτα ἔβαλα τὴν λέξη ποὺ παρουσίασε τὸ χαμηλότερο διάγραμμα: τὸ «ἀπ᾽». Μετά, τὴν λίγο δυνατότερη· τὴν λέξη «ἐλαφρές». Τρίτη ἔβαλα, βάσει τοῦ διαγράμματός της, τὴν λέξη «τοῦ Μαγιοῦ». Τέταρτη τὴν ἀμέσως εὐρυτέρου διαγράμματος λέξη «πνέουν». Πέμπτο, τὸ διάγραμμα «αὖρες» καὶ τέλος τὰ «ἄνθη». ῎Εφτιαξα δηλαδὴ μιὰ σειρὰ στὴν ταινία, ἀρχίζοντας ἀπ᾿ τὴν λέξη μὲ τὸ χαμηλότερο διάγραμμα καὶ προχωρώντας πάντα στὸ ἀμέσως ὑψηλότερο. Ὁπότε εἶδα μὲ τὰ μάτια μου τὴν ἑξῆς παρέλαση: βαρεῖα, περισπωμένη, ὀξεῖα, ψιλὴ περισπωμένη, ψιλὴ ὀξεῖα. ῞Οταν τ᾿ ἀκούει κανεὶς μαζεμένα, ἔχει τὴν ἐντύπωση μιᾶς φωνῆς ποὺ ξεκινᾶ ἀπὸ χαμηλὰ καὶ μὲ συνεχῆ ἀνεβοκατεβάσματα μᾶς ὁδηγεῖ σ᾿ ἕνα κρεσέντο. Ἀκοῦστε το. Θὰ προσπαθήσω νὰ σᾶς δείχνω ταυτόχρονα καὶ τὰ διαγράμματα:
 
 ἀπ᾽ / τοῦ Μαγιοῦ / ἐλαφρὲς / πνέουν / οἱ αὖρες / τ᾿ ἄνθη.
 
Ἐπανέλαβα τὴν ἴδια δουλειὰ καὶ μὲ ἄλλες πολλὲς φράσεις. Πάντα οἱ λέξεις μὲ ψιλὴ ὀξεῖα ἢ δασεῖα ὀξεῖα ἦταν πιὸ ψηλὲς καὶ πιὸ δυνατὲς ἀπ᾿ τὶς ἄλλες. Πάντα ἡ ὀξεῖα ἔδινε ἦχο ψηλότερο τῆς περισπωμένης καὶ τῆς βαρείας καὶ πάντα ἡ περισπωμένη ἀκουγόταν ἰσχυρότερη τῆς βαρείας. Παρατήρησα λοιπὸν ὅτι μιὰ φράση ποὺ θὰ ἀποτελεῖτο ἀπὸ λέξεις καὶ μὲ τοὺς ἐννέα συνδυασμοὺς τόνων καὶ πνευμάτων, θ᾿ ἀνάγκαζε τὴν φωνὴ τοῦ ὁμιλητῆ νὰ ἀποδώσει ἕξι διαφορετικὰ τονικὰ ὕψη. Τὰ ἑξῆς: Χαμηλότερα οἱ ἄτονες λέξεις. Ἀμέσως ψηλότερα, ἡ λέξη μὲ τὴν βαρεῖα. Ἀκόμη ψηλότερα ἡ λέξη μὲ τὴν περισπωμένη, πιὸ πάνω ἡ λέξη μὲ τὴν ὀξεῖα. Ἀκόμα πιὸ ψηλὰ ἡ ψιλὴ περισπωμένη καὶ ἡ δασεῖα περισπωμένη καὶ ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλες ἡ ψιλὴ ὀξεῖα καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα. ῞Εξι διαφορετικὰ ὕψη, δηλαδὴ ἕξι διαφορετικὲς μικρονότες, ποὺ χωρίζονται ἀπὸ πέντε διαστήματα. Πῶς μπορῶ τώρα ν᾿ ἀντισταθῶ στὸν πειρασμὸ καὶ νὰ μὴ θυμηθῶ ὅτι στὴν καθ᾿ ἡμᾶς μουσική, ὁ λεγόμενος σκληρὸς τόνος, π.χ. τὸ νὴ-πὰ ἐκτάσεως 12 κομμάτων ἀπ᾿ τὴν ἐποχὴ τοῦ Πυθαγόρα, χωρίζεται ἐπίσης σὲ πέντε μικροδιαστήματα καὶ παράγει ἕξι φωνές: τὴν φωνὴ νή, τὴν φωνὴ νὴ μικρὴ δίεση, τὴν φωνὴ δίεση 4 κομμάτων, τὴν φωνὴ δίεση ἡμιτόνου, τὴν φωνὴ δίεση ὀκτὼ κομμάτων, καὶ τὴν φωνὴ πά. Νὰ ἔχει σχέση ἄραγε ἡ φωνὴ τῆς μικρᾶς διέσεως π.χ. μὲ τὴν βαρεῖα μας; ῍Η ἡ δίεση ἡμιτόνου μὲ τὴν ὀξεῖα; Δὲν εἶμαι προετοιμασμένος νὰ πῶ κάτι τέτοιο καὶ γι᾿ αὐτὸ τ᾽ ἀφήνω τώρα στὴ φαντασία, ὥσπου νὰ τὸ ἀναλάβει ἡ μελλοντικὴ συστηματικὴ ἐργασία. ᾽Ανεξάρτητα ἀπ᾿ αὐτὸ ὅμως, εἶναι παραδεκτὸ ὅτι τὸ πολυτονικὸ υἱοθετήθηκε πλήρως ἀπ᾿ τὸ Βυζάντιο, καὶ πάνω στὸ πολυτονικὸ χτίστηκε ὅλη ἡ ὑμνογραφία καὶ ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Ἀπὸ κεῖ πῆρε τὴν ὀρθὴ ἀναλογία ἀνάμεσα στὰ τονικὰ ὕψη ἢ τὰ χρονικὰ μήκη μεταξὺ τῶν συλλαβῶν καὶ τὸ δημοτικὸ τραγούδι, κι ἔτσι φτάνει ὣς ἐμᾶς αὐτὴ ἡ ἴδια ζωντανὴ φωνὴ τῆς γλώσσας, ἴδια, ὅσο μπορεῖ νὰ εἶναι ἴδια μιὰ φωνὴ μετὰ ἀπὸ χιλιάδες ἔτη. ῍Ας ξαναγυρίσω ὅμως στὶς φράσεις ποὺ δοκίμασα στὸ στούντιο.
Σᾶς τὶς διαβάζω ἁπλῶς, χωρὶς σχεδιαγράμματα.
 
Πάντ᾿ ἀνοιχτὰ πάντ᾿ ἀγρυπνα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου. 
 
Ὁ ἦχος τῆς ψιλῆς ὀξείας εἶναι ὑψηλότερος ἀπ᾿ τοὺς ἤχους τῆς ὀξείας. Κι ἂν ἀλλάξουμε τὴν σειρὰ τῶν λέξεων, ἔχουμε πάλι τὴν ἴδια σχέση: 
Τὰ μάτια τῆς ψυχῆς μου, ἄγρυπνα πάντα, ἀνοιχτὰ πάντα. 
 
Τὸ ἴδιο κι ἂν ἔχουμε ψιλὴ ὀξεῖα στὴν πρώτη λέξη:
῎Αστραψε φῶς καὶ γνώρισε ὁ νιὸς τὸν ἑαυτό του. 
 
῍Η ψιλὴ ὀξεῖα στὴν τετάρτη καὶ στὴν δεκάτη τετάρτη συλλαβή: 
Τὸ χάσμα ποὺ ἄνοιξε ὁ σεισμός, εὐθὺς ἐγιόμισ᾽ ἄνθη. 
 
Ψηλὴ νότα ἐπίσης παράγει καὶ ἡ δασεῖα ὀξεῖα: π.χ. 
Κι ὅμως, ὅλα κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει. 
 
Κι ἀνάποδα: 
Κανεὶς νὰ τὰ τολμάει πρέπει ὅλα. Κι ὅμως. 
 
᾽Ακόμα χαμηλότερα ἀκούγεται ἡ περισπωμένη, ὅταν προηγεῖται ἢ ἕπεται ψιλὴ ὀξεῖα: 
῎Εξοχα δῶρα. / Στὴν ἄκρη τῆς γῆς. / Ἐκεῖνον τὸν ἄντρα ποὺ κάθεται ἀντίκρυ. 
 
῾Η δασεῖα περισπωμένη εἷναι ἐπίσης ψηλότερη φωνὴ ἀπ᾿ τῆς ὀξείας, τῆς βαρείας, ἢ τῆς περισπωμένης. Παράδειγμα μὲ ὀξεῖα: 
Τὸ δικό μας αἷμα. 
 
Παράδειγμα μὲ βαρεῖα. 
Ποιητὲς τῆς ἥττας. 
 
Παράδειγμα μὲ περισπωμένη, βαρεῖα καὶ δασεῖα περισπωμένη, ὁπότε ἀκούγονται τρεῖς φωνές: 
Τοῦτο ἐστὶ τὸ αἷμα.
 
Μέσα στὸ στούντιο εἶχα καὶ δύο ἐκπλήξεις. Νά ἡ πρώτη: Προσπαθώντας ν᾿ ἀκούσω τὴν διαφορὰ ὀξείας καὶ περισπωμένης, διάβασα τὴν φράση: 
Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα.
 
Τὸ «πάντα» ἀκούγεται ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ «λυγᾶ» ποὺ παίρνει περισπωμένη. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναίκα»· ἀκούγεται ὅμως περιέργως ψηλότερα κι ἀπ᾿ τὸ «γυναίκα», ποὺ ὅμως παίρνει ὀξεῖα. Γιατί ἄραγε; Τηλεφώνησα σ᾿ ἕνα φίλο, κι ἔμαθα ὅτι ἡ γυναίκα ὀφείλει νὰ παίρνει περισπωμένη, διότι εἶναι τῆς τρίτης κλίσεως, ἡ ὁποία ὅμως καταργήθηκε, γι᾿ αὐτὸ πῆρε ὀξεῖα ἡ γυναίκα. Νά λοιπόν, ποὺ ἀπὸ ἄλλο σημεῖο ὁρμώμενος, ἀναγκάσθηκα νὰ συμφωνήσω ὅτι κακῶς καταργήθηκε ἡ τρίτη κλίση ἀφοῦ στὴν φωνή μας ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχει. «Λυγᾶ πάντα ἡ γυναῖκα» λοιπὸν καὶ παίρνει καὶ περισπωμένη. 
῾Η δεύτερη ἔκπληξη: ῎Εδωσα σ᾿ ἕναν ἀνύποπτο νέο, ποὺ παρευρισκόταν στὸ στούντιο, νὰ διαβάσει λίγες φράσεις. Ἐκεῖ μέσα εἶχα βάλει σκοπίμως τὴν ἴδια λέξη ὡς ἐπίθετο καὶ ὡς ἐπίρρημα, διότι εἶχα πάντα τὴν περιέργεια νὰ διαπιστώσω ἂν προφέρουμε διαφορετικὰ τὸ ὠμέγα ἀπὸ τὸ ὄμικρον. Ἀκοῦστε τὶς φράσεις:
 
(Μαγνητ.) Εἶν᾿ ἀκριβὸς αὐτὸς ὁ ἀναπτήρας. ῍Ας μὴν εἶν᾿ ὡραῖος, ἔχει τὴν ἀξία του. Ναί, ἀκριβῶς αὐτὸ ἤθελα νὰ πῶ.
 
᾽Ακουστικῶς δὲν παρατήρησα διαφορά. ῎Εκοψα τὶς δύο λέξεις καὶ τὶς κόλλησα τὴν μία κατόπιν τῆς ἄλλης. Ἀκοῦστε το!
 
(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.
 
Ἐλάχιστη διαφορὰ στὸ αὐτί· ὁ ἠχολήπτης μόνον ἐπέμενε ὅτι τὸ δεύτερο εἶναι κάπως πιὸ φαρδύ. Ἂς τὸ ξανακούσουμε:
 
(Μαγνητ.) ἀκριβὸς... ἀκριβῶς.
 
Ἀσήμαντη διαφορά. Συνδέσαμε τότε τὸν παλμογράφο. Νά τὸ διάγραμα τοῦ ἐπιθέτου ἀκριβός, ὅπως προέκυψε, καὶ νά τὸ πολὺ πλουσιότερο τοῦ ἐπιρρήματος.
 
 
Δὲν εἶναι καταπληκτικό; ῞Οταν τὸ εἶδα, τὰ μηχανήματα τοῦ στούντιο μοῦ φάνηκαν σὰν ὄργανα τοῦ παραμυθιοῦ. Ὁ παλμογράφος μοῦ φάνηκε σὰν μιὰ σκαπάνη πού, κάτω ἀπ᾿ τὸ ἔδαφος τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας, ἀνακαλύπτει αὐτὸ ποὺ δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ὑπάρχει, ἔστω μέσα σὲ χειμερία νάρκη, αὐτὸ ποὺ συνειδητοποίησαν καὶ προσπάθησαν νὰ νημειώσουν οἱ Ἀλεξανδρινοὶ 2.000 χρόνια πρίν. Τίποτε δὲν χάθηκε. ῞Ολα ὑπάρχουν. ᾽Αρκεῖ νὰ προσέξουμε αὐτὸ τὸ τραγούδι τῆς καθημερινῆς ὁμιλίας ποὺ πηγαινοέρχεται συνεχῶς ἀνάμεσά μας. Ἀκοῦστε πῶς ἠχοῦν οἱ τονισμοί. ᾽Ακοῦστε τὰ μακρά. Ἀκοῦστε τὴν λαϊκὴ τραγουδίστρια πῶς ἀποδίδει τὸ ὠμέγα ἢ τὴν ψιλὴ ὀξεῖα:
 
(Μαγνητ.) Σωτηρία Μπέλλου: Νύχτωσε χωρὶς φεγγάρι.
 
Ἀκοῦστε τὸ ἴδιο, αὐτὴ τὴ φορὰ σ᾿ ἕνα ἐλαφρὸ τραγούδι.
(Μαγνητ.) Μ. Ζορμπαλᾶ - Δ. Γαλάνη: Συγγνώμη σοῦ ζητῶ, συγχώρεσέ με.
 
Κι ἄλλα μακρότατα ὠμέγα ἀπὸ τραγούδι δημοτικό. Ἀκοῦστε:
(Μαγνητ.) Συλλογὴ Σίμωνος Καρρᾶ: Κάτω στὸ γιαλό. Πηλίου.
 
Τέλος, ἀκοῦστε τὴν θεία φωνὴ τοῦ Ἀνδρέα Ἐμπειρίκου, τὴν παράξενη ἀπαγγελία ποὺ κυνηγᾶ τὴν λάμψη τῆς ὀξείας, τὸν πλοῦτο τῆς διφθόγγου, τοὺς τόνους καὶ τὴν ὀρθογραφία, σὰν μουσικὰ σύμβολα μιᾶς φωνῆς ποὺ προϋπάρχει ἀδιάκοπα καὶ ὁδηγεῖ τὸ ποίημα.
(Μαγνητ.) Ὁ Ἐμπειρῖκος διαβάζει Ἐμπειρῖκο: Εἰς τὴν ὁδὸν τῶν Φιλελλήνων.
 
Ἐδῶ τελειώνουν τὰ σουβενίρ μου ἀπὸ τὸ στούντιο. ῞Οσοι δὲν μὲ πίστεψαν, εἶναι πάρα πολὺ λογικοί. Μόνο ποὺ ἔτσι χάνουν τὴν εὐκαιρία νὰ βελτιώσουν τὸ τραγούδι τους. Κι ὅσοι πάλι χάρηκαν μὲ τὰ σχεδιαγράμματά μου, θὰ πρέπει νὰ μειώσουν τὸν ἐνθουσιασμό τους: τίποτα ἀπ᾿ ὅσα εἷπα δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξη. Θὰ πρέπει ὁμάδες ἐργασίας ἐπιχορηγούμενες νὰ μαγνητοφωνήσουν ἑκατοντάδες ἀνθρώπους διαφορετικῆς ἡλικίας, ἐπαγγέλματος, μορφώσεως καὶ τόπου διαμονῆς, νὰ ταξινομήσουν καὶ νὰ ἀναλύσουν τὸ ὑλικὸ στὸ ἐργαστήριο, μὲ παλμογράφους μεγάλους ποὺ νὰ «διαβάζουν» διαφορὲς μικρότερες τοῦ 1Κ. Οἱ ἐλπίδες μου εἶναι ἀντίθετες ἀπ᾿ τὶς ἐλπίδες τοῦ μονοτονικοῦ ποὺ ἀρνήθηκε τὴν παράδοση καὶ τὴν κοινὴ ἐμπειρία. Οἱ ἐλπίδες μου προσβλέπουν σὲ μιὰ ἀντικειμενικὴ ἀπόδειξη, ὅτι ἡ ἐπιβολή του ὑπῆρξε πράξη τόσο λογικὴ ὥστε νὰ καταντᾶ παράλογη καὶ ἀντιεπιστημονική.
 
Τελειώνω. Δὲν περιφρόνησα καμμιὰ ἄποψη καὶ δὲν κολάκευσα καμμιά. Προσπάθησα νὰ πῶ τρεῖς φορὲς τρεῖς ἀλήθειες.
Πρῶτον: Τὰ ἑλληνικὰ εἶναι τραγούδι. Κανεὶς δὲν σκέφτηκε ποτὲ νὰ ἁπλοποιήσει ἕνα τραγούδι ἢ νὰ τὸ δεῖ πρακτικά. Γιατί νὰ δοῦμε λοιπὸν τὰ ἑλληνικά, πρακτικά;
Δεύτερον: ῞Οποιος σταθεῖ ἀλαζονικὰ ἀπέναντι στὰ ρεφραὶν ποὺ τὸν ψυχαγώγησαν διὰ βίου, στρέφεται ἐναντίον τῆς προσωπικῆς του ἱστορίας καὶ πίστης. Τὰ ἴδια μπορεῖ νὰ πάθει ἕνα λαὸς μὲ τὴν γλῶσσα. ᾽Ιδίως ἂν ἡ γλῶσσα του εἶναι τὰ ἑλληνικά.
Τρίτον: Τὰ ἑλληνικὰ ὡς τραγούδι εἶναι ἀνυπόφορα δύσκολα. Κανεὶς δὲν τὰ βγάζει πέρα μὲ τὰ ἑλληνικά. Ἀπέναντι στὰ ἑλληνικὰ θά ᾿μαστε πάντα φάλτσοι κι ἀγράμματοι. Ἀλλὰ τί νὰ γίνει; Σημασία ἔχει ἡ συνείδηση ὅτι τὰ μιλᾶμε ὄχι γιὰ νὰ γίνουμε δεξιοτέχνες ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνουμε ἄνθρωποι. Εὐχαριστῶ.
 
 
[Ὁμιλία τοῦ Διονύση Σαββόπουλου, ἀπὸ τὸ βιβλίο «Δημόσιος Διάλογος γιὰ τὴ Γλώσσα», Δόμος, 1988]
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, σύνθεση δύο πινάκων του Γιώργου Κόρδη, από την ενότητα "Ενώπια παμφανόωντα".
 
πηγή κειμένου: http://www.polytoniko.org/savvopoulos.php?newlang=el&font=Palatino+Linotype&title=%CE%A4%E1%BD%B0+%E1%BC%99%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%E1%BD%B0+%E1%BD%A1%CF%82+%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B9&right=no

ΠΗΓΗ:http://antifono.gr
 Ανάρτηση από:geromorias.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.